ἐπιδεικτικῶς

ἐπιδεικτικῶς
ἐπιδεικτικός
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • мъногооуказьнѣ — (1*) нар. Напоказ: егда мнѣша ѥго ѡсудити. не възваша. его велика и нечс҃тва. но токмо ѡбиниша. многоѹказнѣ и пернѣ списавше (ἐπιδεικτικῶς) ГБ XIV, 186г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έμπρακτος — η, ο (AM ἔμπρακτος, ον) Ι. νεοελλ. 1. αυτός που εκδηλώνεται στην πράξη («έμπρακτη αγάπη, φιλανθρωπία κ.λπ.») 2. (νομ.) «έμπρακτη μετάνοια» μετάνοια που εκδηλώνεται με αποζημίωση προς τον αδικημένο μσν. (νομ.) (για αξίωμα) αυτός που ασκείται αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • ՑՈՒՑԱԿԱՆԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0918 Chronological Sequence: Unknown date մ. ἑπιδεικτικῶς ostentationis causa Ցուցանելով իմն. ցոյցս առնելով. բան ծախելով. ... *Ոչ ցանկալ զիւր զբանն ցուցանկանապէս առաջի արկանել. Բրս. թղթ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”